ἀντίθεμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἀντίθημα, IG4.823.69, Haussoullier Milet p.163.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): ἀντίθημα IG 11(2).203A.45 (Delos)
1 revestimiento de un edificio IG 12.373.7, 12, 96 (V a.C.), Didyma 32.14 (II a.C.), IG l.c.
2 exvoto, Didyma 39.5 (II a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίθεμα: το, ἡ τελευταία προσθήκη εἰς οἰκοδομήν τινα, ἀντιθέματα ταῖ περιφανεῖ καὶ ταῖ πράτα[ι] Ἐπιγρ. Τροιζ. BCH. 1893, 117. Ὁ Le Grand νομίζει ὅτι ἡ λέξις σημαίνει τὰς ἑκατέρωθεν τοῦ τοίχου ἐπιθεμένας πλάκας.

Greek Monolingual

το (Α ἀντίθεμα)
νεοελλ.
μουσ. μελωδική γραμμή σε αντιστρέψιμη αντίστιξη μετά το θέμα της φούγκας
αρχ.
το ἀντίθημα.