ἀντίπληξις

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπληξις: -εως, ἡ ἐναντία πλῆξις, ἀντίκρουσις, Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
contragolpe fig. venganza ἄλλοι δ' ὄρεξιν εἶπον ἀντιπλήξεως Gr.Naz.M.37.816A.