εἶπον

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶπον Medium diacritics: εἶπον Low diacritics: είπον Capitals: ΕΙΠΟΝ
Transliteration A: eîpon Transliteration B: eipon Transliteration C: eipon Beta Code: ei)=pon

English (LSJ)

(pres. ἔπω is used by Nic.Al.429,490, etc., but the pres. in use is φημί, λέγω, ἀγορεύω (v. infr. IV), the fut. ἐρέω, ἐρῶ, the pf. εἴρηκα), Ep. and Lyr.
A ἔειπον Il.1.552, al., Pi.O.4.25; subj. εἴπω (Ep. εἴπωμι Od.22.392, -ῃσθα 11.224, -ῃσι Il.7.87); opt. εἴποιμι; inf. εἰπεῖν, Ep. -έμεναι, -έμεν, 7.375, 9.688, Dor. εἴπην (v. infr.); part. εἰπών: also aor. 1 εἶπα (ἔειπα Emp.17.15, Theoc.22.153), ὅπερ εἶπα as I said, Satyr.Vit.Eur.Fr.39xvii 14, mostly in Ion. Prose, also Men. Pk.128, Herod.3.26, UPZ62.14 (ii B. C.), and the 2nd persons ind. and imper. of this form are preferred in Att., 2sg. ind. εἶπας Il.1.106, 108, etc.; imper. εἶπον (on the accent v. Hdn.Gr.1.460) Simon.154, Pl.Men.71d, Men.891, Theoc.14.11, εἰπάτω (ἀν-ειπάτω IG22.1186.19 (iv B.C.), but ἀν-ειπέτω ib.1247.13 (iii B.C.)), -ατον, -ατε; 3pl. εἶπαν SIG 333.3 (Samos, iv B.C.), later εἴπασαν IG7.2225.51 (Thisbe); part. εἴπας Philem.42, Aeol. εἴπαις Pi.O.8.46, cf. Ael.Dion.Fr.156; in compounds Med. ἀπείπασθαι (q.v.), διείπασθαι (q.v.), but never in good Att.: (redupl. aor. 2 from ϝεπ- 'say'; ϝείπην only cj. in Alc.55, Sapph. 28.2; ϝεῖπαι Leg.Gort.8.15; with ἔ- (ϝ) ειπον cf. Skt. avocam, redupl. aor. of vac- 'say'; cf. ἔπος):—speak, say, ὣς εἰπών Il.1.68, etc.; τινί 17.692, etc.; εἰς ἅπαντας E.Hec.303; εἰπεῖν ἔν τισιν or μετά τισιν speak among a number, Il.10.445, 3.85, etc.: c. acc. cogn., ἔπος, μῦθον, θεοπρόπιον, οὐνόματα, etc., 3.204, 1.552,85, 17.260, etc.; τινί τι Od.1.169, al.; τι Alc., Sapph. ll. cc., etc.; τι ἔς or πρός τινα, S.Tr.487, Aj.292; εἰπεῖν περί τινος, ἀμφί τινι, Od.15.347, 14.364: c. gen., πατρός τε καὶ υἱέος of them, 11.174; εἰπεῖν ὅτι or ὡς to say that... Il.17.655, Od.22.373, etc.: but also c. inf., Hdt.2.30, Th.7.35, Pl.Grg. 473a, etc. b. recite, ἔπη Id.Ion 535b.
2 in parenthesis, ὡς ἔπος εἰπεῖν so to say, limiting a general statement, A.Pers.714, etc.; speaking loosely, opp. ὄντως, Pl.Lg.656e; opp. ἀκριβεῖ λόγῳ, Id.R.341b; ὡς εἰπεῖν Th.3.38, al., Pl.Phdr.258e, al.; ὡς ἀξίως εἰπεῖν Arist.PA651b36: without ὡς, οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν Hdt.1.61; ἐς τὸ ἀκριβὲς εἰπεῖν Th.6.82; σχεδὸν εἰπεῖν Pl.Sph.237c: καθόλου εἰπεῖν Arist.Cat.12a27; ἡ ἁπλῶς εἰπεῖν ἀπόδειξις Id.APo.75b23; τὸ ξύμπαν εἶπαι, εἰπεῖν, Hdt.7.143, Th.1.138.
3 εἴποι τις as one might say, dub. l. in Plb.15.35.1; ὥσπερ εἴποι τις Ar.Av.180 (s.v.l.); ὡς εἴποι τις D.Chr.64.5 (s.v.l.).
II c. acc. pers., address, accost one, Il.12.210, etc.
2 name, mention, ib.1.90, etc.
3 call one so and so, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον Od.19.334, cf. S.OC43, E.Med.465, etc.
4 c. dupl. acc. pers. et rei, tell or proclaim so of one, Il.6.479 (where ἀνιόντα depends on εἴποι) ; εἰπεῖν τινα ὅτι… Pi.O.14.22; ἀτάσθαλόν τι εἰ. τινά Od.22.314; κακὰ εἰ. τινά Ar.Ach.649; μηδὲν φλαῦρον εἰ. τ. Id.Nu.834; ἐῢ εἰ. τινά Od.1.302; εἰ. τεθνεῶτ' Ὀρέστην speak of him as dead, A.Ch.682.
5 celebrate, of poets, Αἴαντος βίαν AP7.2.6 (Antip. Sid.).
III c. dat. pers. et inf., order or command one to... Od. 15.76, 22.262, etc.; also εἰπεῖν πρός τινα, c. inf., 16.151: c. acc. et inf., εἶπον τὰς παῖδας δεῦρ' ἄγειν τινά S.OC932, cf. Pl.Phd. 59e, Herod. 6.26: followed by ἵνα, freq. in NT, Ev.Matt.4.3, al.
IV propose, move a measure in the assembly, εἰπὼν τὰ βέλτιστα D.3.12; εἰπεῖν τὰ δέοντα ib.15; εἶπε ψήφισμα Id.24.11: freq. as a formal prefix to decrees and laws, Λάχης εἶπε Th.4.118, cf.IG12.24, al.; cf. ἀγορεύω.
V plead, δίκην Il.18.508; δικίδιον Ar.Eq.347.
VI promise, offer, χρυσὸν εἶφ' ὃς ἂν κτάνῃ E.El.33.
VII imper. εἰπέ sometimes used in addressing several persons, Ar.Ach.328, Av.366, D.4.10.

Spanish (DGE)

v. λέγω.

German (Pape)

[Seite 733] vgl. ἔπος, mit Digamma; inf. εἰπεῖν; imperat. εἰπέ; auch aor. I. εἶπα, von dem Hom. εἴπατε hat; ἔειπα, Theocr. 22, 153; εἶπα bei Com., Alexis Ath. XI, 502 f; Philem. inc. 51 a; Athenio Ath. XIV, 660 (v. 38); εἶπας, bes. bei Tragg. die gew. Form der 2ten Person, wie Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 11; εἰπάτω neben εἰπέτω, Tragg., Plat. Phil. 60 d; εἴπατον, Prot. 353 a u. öfter; εἴπατε häufiger als εἴπετε; der imperat. εἶπον, od., wie Andere, z. B. Boeckh Pind. Ol. 6, 92, Jacobs Anth. Pal. p. 79 wollen, εἰπόν, ist seltener bei den Att., z. B. Plat. Men. 71 d; vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 436; opt. εἴπειεν, Arist. gen. et int. 1, 2; partic. εἴπας, Philem. Ath. VIII, 340 d; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46; – aor. zu φημί od. ἀγορεύω, sagen. – Bei einem folgdn. inf. oft = hei ßen, befehlen; εἶπε περιμένειν Plat. Phaed. 59 e; Menex. 240 a; τὰς παῖδας δεῦρ' ἄγειν Soph. O. C. 936; oft vom Gesetz εἶπε, Oratt.; εἶπεν ψήφισμα Dem. 24, 11; von Rednern = ein Gesetz vorschlagen, Dem. u. A.; – τινά, Jemand anreden, Il. 12, 210. 17, 237; ihn nennen, τὰς πάνθ' ὁρώσας Εὐμενίδας ὅγ' ἐνθάδ' ἂν εἴποι λεώς νιν Soph. O. C. 43; τί τις ἄλλο εἴποι πλὴν ἀμφισβητητικήν Plat. Soph. 225 a; von Einem verkündigen, Pind. Ol. 14, 32; aber τεθνεῶτ' Ὀρέστην, für den inf., Aesch. Ch. 671; εὖ εἰπεῖν τινα, gut von Einem sprechen, Od. 1, 302 u. A.; λό γους μακρούς u. ä., Plat. Prot. 329 b; φάτιν Soph. Phil. 1033; ὡς ἔπος εἰπεῖν, ὡς εἰπεῖν, so zu sagen, Aesch. Pers. 700; um nur ein Wort zu sagen, z. B., dah. τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἄρχοντα, dem τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ entgeggstzt, Plat. Rep. I, 341 b; οὐχ ὡς ἔπος εἰπεῖν μυριοστὸν ἀλλ' ὄντως Legg. II, 656 e; aber auch oft bescheidener Ausdruck für eine nachdrückliche Behauptung; ὡς εἰπεῖν, man möchte fast sagen, Thuc. 1, 1; seltner ὡς εἰπεῖν ἔπος, Plat. Legg. XII, 967 e; ὡς λόγῳ εἰπεῖν, Her. 2, 15. 53; είπέ μοι steht im Anfange der Rede auch wo Mehrere angeredet werden, εἰπέ μοι, τί φειδόμεσθα τῶν λίθων, ὦ δημόται, Ar. Ach. 328; βούλεσθε, εἰπέ μοι Dem. 4, 10, wo Bremi zu vgl.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ind. de ἔπω;
ao. impér. de ἔπω.

Russian (Dvoretsky)

εἶπον: aor. 2 к *ἔπω.

Greek (Liddell-Scott)

εἶπον: ἀόρ. β΄ τοῦ *ἔπω (ἐνεστῶτος εὑρισκομένου παρὰ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 429, 490, κτλ.· Καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ ἐνέπω, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἐνεστὼς χρησιμεύουσι τὰ ῥήματα φημί, λέγω, ἀγορεύω (ἴδε κατωτ. IV), ὡς μέλλων δὲ τὸ ἐρέω, ἐρῶ, καὶ ὡς πρκμ. τὸ εἴρηκα), Ἐπ. ἔειπον· προστακτ. β΄ πληθ. Ἐπ. ἔσπετε Ἰλ. Β. 484, κτλ., ὑποτακτ. εἴπω (Ἐπ. εἴπωμι Ὀδ. Χ. 392, -ῃσθα Λ. 224, -ῃσι Ἰλ. Η. 87)· Εὐκτ. εἴποιμι· ἀπαρ. εἰπεῖν, Ἐπ. -έμεναι, -έμεν Η. 375., Ι. 688 (684)· Αἰολ. εἴπην (ἴδε κατωτ.), μετοχ. εἰπών. ― Εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἀόρ. α΄ εἶπα, τὸ πλεῖστον παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις, καὶ τὰ δεύτερα πρόσωπα τοῦ τύπου τούτου προτιμῶσιν οἱ Ἀττ., δηλ. β΄ ἑνικ. εἶπας Ἰλ. Α. 106, 108, πῶς εἶπας; Αἰσχύλου Πρ. 772, Πέρσ. 798, Σοφ. Φ. 27, Αἴ. 1127, Ἠλ. 407, Εὐρ. Φοίν. 915, Ἀριστοφ. Εἰρ. 131 κτλ.· προστακτ. εἶπον (οὐχὶ εἰπόν, Stallb. ἐν Πλάτ. Μένωνι 71D, Meineke ἐν Θεοκρ. 14. 11), εἰπάτω, -ατον, ατε· μετοχ. εἴπας Φιλήμων ἐν «Μετιόντι» 2, Δωρ. Πινδ. Ο. 8. 61· ἐν συνθέσ. εὕρηται μέσος τις τύπος ἀπείπασθαι Ἡρόδ., Πλούτ., κτλ.· διείπασθαι Ἀριστ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ. (Περὶ τῆς √FΕΠ, ἴδε ἔπος· τὸ δίγαμμα τοῦτο φαίνεται ἐν τῷ Fείπην, παρ’ Ἀλκαίῳ 54). 1) φημί, λέγω, ἀπολ., Ὁμ., κλ.· τινι Ὅμ., κλ.· εἴς τινα Εὐρ. Ἑκ. 303· εἰπεῖν ἔν τισιν ἢ μετά τισιν, ἐνώπιόν τινων, Ὅμ., κλ.· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ἔπος, μῦθον, θεοπρόσπιον, ὄνομα εἰπεῖν, κτλ., Ὅμ.· τινί τι Ὅμ.· τι ἔς ἢ πρότινα Σοφ. Τρ. 457, Αἴ. 292· εἰπεῖν περί τινος, ἀμφί τινι Ὀδ. Ο. 347., Ξ. 364· ὡσαύτως μετὰ γεν., πατρός τε καὶ υἱέος, περί..., Λ. 174· ― εἰπεῖν ὅτι ἢ ὡς, ἀλλὰ καὶ μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 2. 30, Θουκ. 7. 35, Πλάτ. Γοργ. 473Α, κτλ. 2) πολλάκις εὕρηται παρὰ τοῖς πεζογράφοις παρενθετικῶς, ὡς ἔπος εῖπεῖν, οὕτως εἰπεῖν, Λατ. ut tita dicam, Θουκ., κλ., ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ ἰσχύλ. Πέρσ. 714· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄντως, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, πρβλ. Πολ. 541Β· οὕτως, ὡς εἰπεῖν, ὡς ἔπος εἰπεῖν Θουκ. 3. 38, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., κλ.· ἡ (ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν) ἀπόδειξις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 8, 1· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ὡς, οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν Ἡρόδ. 1. 61· ἐς τὸ ἀκριβὲς εἰπεῖν Θουκ. 6. 82· σχεδὸν εἰπεῖν, Λατ. propemodum dixerim, Πλάτ. Σοφ. 237C. II. μετ’ αἰτ. προσ. ἀποτείνω τὸν λόγον πρός τινα, δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστὰς Ἰλ. Μ. 210, κτλ. 2) ἀναφέρω, οὐδ. ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς Ἰλ. Α. 90, κτλ. 3) ἀποκαλῶ τινα οὕτως ἢ ἄλλως, πολλοὶ δέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον Ὀδ. Τ. 334· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 43, Εὐρ. Μήδ. 465, κτλ. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., λέγω τι περί τινος, καί ποτέ τις εἴποι ῾πατρός γ’ ὅδε πολλὸν ἀμείνων’ ἐκ πολέμου ἀνιόντα Ἰλ. Ζ. 479 (ἔνθα τὸ ἀνιόντα ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ εἴποι) Πινδ. Ο. Ξ. 32· ἀτάσθαλόν τι εἰπεῖν τινα Ὀδ. Χ. 314· κακὰ εἰπεῖν τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 649· μηδὲν εἴπῃς φλαῦρον ἄνδρας δεξιοὺς ὁ αὐτ. Νεφ. 834· οὕτως, εὖ εἰπεῖν τινα Ὀδ. Α. 302· τεθνεῶτ’ Ὀρέστην εἰπέ, περὶ αὐτοῦ ὡς ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Χο. 682. ΙΙΙ. μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διατάττω τινὰ νά..., εἴπω δὲ γυναιξὶ δεῖπνον... τετυκεῖν Ὀδ. Ο. 76, Χ. 262, κτλ.· ὡσαύτως, εἰπεῖν πρός τινα, μετ’ ἀπαρ., Π. 151· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶπον τὰς παῖδας δεῦρ’ ἄγειν τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 933, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 59Ε. IV. ἐν Ἀθήναις, προτείνω τι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, εἰπὼν τὰ βέλτιστα Δημ. 31. 22· εἰπεῖν τὰ δέοντα ὁ αὐτ. 32. 21· εἶπε ψήφισμα ὁ αὐτ. 703. 11· συχνάκις δ’ εὕρηται ὡς συνήθης τύπος ἐν ἀρχῇ ψηφισμάτων καὶ νόμων, εἴπε Λάχης Θουκ. 4. 118, καὶ συχνὸν ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ παρὰ τοῖς Ρήτορσιν. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τὸ ἀγορεύω χρησιμεύει ὡς ἐνεστ. τοῦ εἶπον, π.χ. τίς ἀγορεύειν βούλεται; Ἀριστοφ. Ἀχ. 45, κτλ.· καὶ ἔτι μᾶλλον ἐν τοῖς συνθέτοις, ἴδε Πλάτ. Πολ. 580Β, C, καὶ πρβλ. συνειπεῖν, συνήγορος. V. ἡ προστακτ. εἰπὲ εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς τὸ ἄγε, ὅτανλόγος ἀποτείνηται πρὸς πολλούς, εἰπέ μοι, τί τοῦτ’ ἀπειλεῖ τοὔπος, ἄνδρες δημόται Ἀριστοφ. Ἀχ. 328, Ὄρν. 366, Δημ. 43. 7, κτλ.

English (Autenrieth)

(root ϝεπ, cf. voco), ἔειπον, iter. εἴπεσκεν, subj. εἴπωμι, εἴπῃσθα, aor. 1 εἶπα, 2 pl. εἴπατε: speak, say; strictly of an utterance with regard to its tenor and ethical expression rather than to the subject-matter (cf. ἔπος); hence the word may signifycommandwith foll. inf., εἰπεῖν τε γυναιξὶν | κληῖσαι μεγάροιο θύρᾶς, Od. 21.235; with nearer indication of the feeling, εὐχομενος δ' ἄρα εἶπεν, Od. 7.330; ὀχθήσᾶς δ ἄρα εἶπε, Il. 18.5; εἶπε δ ἄρα κλαίουσα, Il. 19.286; freq. w. obj., ἔπος, μῦθον, ἀγγελίην, etc.; so w. acc. of person named, οὐδ' ἢν Ἀγαμεμνονα εἴπῃς, ‘pronounce the name of,’ ‘name,’ Il. 1.90 ; ἔσται μὰν ὅτ' ἂν αὖτε φίλην γλαυκώπιδα εἴπῃ, i. e. when I shall hear him call me by this name, Il. 8.373, Od. 19.334.

English (Slater)

εἶπον (ἔειπ(α), εἶπε(ν), εἴειπεν; εἴπῃς, -ῃ; εἴποιμι, -οι; εἰπέ, εἶπον; εἰπών, -όντ(α), εἴπαις; εἰπεῖν:
   1 ϝει- (O. 8.46), (O. 13.71), (N. 5.14), (N. 6.27), (I. 4.41), (I. 6.55) ) acting as aor. of λέγω, said, told, spoke
 &nbspnbsp; 1
   a followed by direct speech. τῷ μὲν εἶπε (O. 1.75) ἔειπεν Ψπιπυλείᾳ O' 4. 23. Ταλαιονίδας εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος (O. 6.16) τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων (P. 3.40) εἶπε δοὕτως ἡμιθέοισιν Ἰάσονος αἰχματᾶο ναύταις (P. 4.11) ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε (P. 4.86) ἔειπεν δ' ὦδε (P. 4.229) ὧδεἶπε μαρναμένων (P. 8.43) εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ (I. 6.51) τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι (Pae. 4.39)
   b abs., c. adv. ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις (O. 8.46) ὣς ἄρ' ἔειπεν (P. 4.156) ὣς ἄῤεἰπὼν (P. 9.66) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν (N. 6.27) ὣς ἦρα εἰπὼν αὐτίκα ἕζετ (I. 6.55)
   c c. acc. of that which was said, spoke of τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας ναῶν πλόον εἶπε (O. 7.33) κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (O. 8.62) παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν (O. 13.71) “εἰπὲ γένναν” (P. 4.100) “οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών” (P. 4.105) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (N. 7.50) ἄπιστον ἔειπ (sc. ἐγώ) (N. 9.33) ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (I. 4.41) cf. (Pae. 4.39)
   d c. inf. of indirect statement, command. εἶπον δὲ μεμνᾶσθαι Συρακοσσᾶν (impv.: v. Schadewaldt, 296̆{1}: sc. Αἰνέα) (O. 6.92) εἶπέ τιναὐτὸς ὁρᾶν γαῖαν (O. 7.62) εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλους (i. e. “ἐκεῖνος αὐτὴν ἀπαγέσθω Σ.) (P. 9.119)
   e followed by ὅτι, εἵνεκεν c. ind. Κλεόδαμον ὄφρ' ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νεὰν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.22) εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις, εἵνεκεν πεπρωμένον ἦν (οὕνεκεν coni. Donaldson) (I. 8.31)
   f followed by indirect question. οὐκ ἔχω / εἰπεῖν, τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (N. 7.57) add. acc. αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον, πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν (N. 5.14) πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4.
   2 c. dupl. acc., call ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν (O. 1.52) δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (N. 6.65)
   3 frag. ἔειπε δὲ μ[ Πα. 8A. 23.

English (Abbott-Smith)

εἶπον, 2 aor. of obsol. pres. ἔπω (cf. Veitch), used as aor. of λέγω, q.v.

English (Thayer)

(εἴρω) (ἐρῶ) (λέγω) (in the N.T. only the present and imperfect active and present passive are in use; 3rd person plural imperfect ἐλεγαν, Tdf. (cf. ἔχω, at the beginning)); I. in its earliest use in Homer to lay (like Latin lego, German legen; cf. J. G. Müller in Theol. Studien und Kritiken for 1835, p. 127ff; Curtius, § 538); to cause to lie down, put to sleep;
1. to collect, gather; to pick out.
2. to lay with, count with; to enumerate, recount, narrate. describe; (cf. English tale, German zählen). II. to put word to word in speaking, join words together, i. e. "to say (how it differs from λαλεῖν, see under that word at the beginning); once so by Homer in Iliad 2,222 (yet cf. Schmidt, Syn. 1:1, §§ 20; 48,2; Liddell and Scott, under the word, B. II:2); often in Pindar, and by far the most common use in Attic; the Sept. more than thirteen hundred times for אָמַר; often also for נְאֻם (saying, dictum); very rarely for דִּבֵּר; and so in N.T.
1. universally,
a. absolutely, to speak: to say, foll. by direct discourse, T brackets WH reject the passage); WH brackets the clause); L T Tr WH); ὅτι recitative, T omits ὅτι); T omits; WH brackets λέγων); L and WH brackets λέγοντας); ὅτι, λέγειν followed by direct discourse to another verb which already contains the idea of speaking, or which states an opinion concerning some person or thing; as τό ῤηθέν ... προφήτου λέγοντος, κηρύσσων ... καί (L T WH omit; Tr brackets καί) λέγων, κράζειν λέγειν, L T Tr marginal reading κραυγάζειν); προσφώνειν καί λέγειν, ἀπεκρίθη καί λέγει, αἰνεῖν τόν Θεόν καί λέγειν, γογγύζειν καί λέγειν, λέγων is added (often so in the Sept. for לֵאמֹר (Winer's Grammar, 535f (499), cf. 602 (560))) followed by direct discourse: ἀπεκρίθη λέγων, T WH omit λέγων); ἀποκρίνομαι, 1c.); εἶπαν ... λέγοντες, Mark (T WH Tr marginal reading); ἔφη λέγων); ἐλάλησε λέγων (see λαλῶ, 5); ἐμαρτύρησε, κέκραγεν λέγων, ἐδίδασκεν ... λέγων, ἐβόησεν or) ἀνεβόησεν ... λέγων, ἀνέκραξεν λέγων, T WH omit; Tr brackets λέγων); also after ᾄδειν, αἴρειν (or ἐπαίρειν) φωνήν, θαυμάζειν, προφητεύειν, γογγύζειν, εἶπεν ἐν παραβολαῖς, παρέθηκε παραβολήν, διεμαρτύρατο, ἐπήγγελται, ἐφάνη, φαίνεται λέγων, προσεκύνει λέγων, λέγω in its finite forms is added to the participles of other verbs: ἀποκριθείς λέγει, L Tr marginal reading brackets T Tr WH omit ἀποκριθείς); Acts, nor in Matt. nor in John); κράξας λέγει, εἶπε); ἔγραψε λέγων (לֵאמֹר יִכְתֹּב he wrote in these words, or he wrote these words (A. V. retains the idiom, he wrote saying (cf.
e. below)): Josephus, Antiquities 11,2, 2; 13,4, 1; examples from the Syriac are given by Gesenius in Rosenmüller's Repertor. i., p. 135. ἔπεμψε or ἀπέστειλε λέγων, i. e. he ordered it to be said by a messenger: εἶπον, 3b.); otherwise in ἡ φωνή λέγουσα: G L T Tr WH omit λέγουσα); Revelation 12:10; <span class="scriptRef" ref="re+14:13" tran

Greek Monolingual

βλ. είπα.

Greek Monotonic

εἶπον: αόρ. βʹ του *ἔπω (ως ενεστ. χρησιμ. τα φημί, ἀγορεύω, μέλ. ἐρέω, ἐρῶ, παρακ. εἴρηκα)· Επικ. ἔειπον· Επικ. προστ. βʹ πληθ. ἔσπετε, υποτ. εἴπω, Επικ. εἴπωμι, ᾖσθα, -ῃσι· ευκτ. εἴποιμι, απαρ. εἰπεῖν, Επικ. -έμεναι, -έμεν·
I. μιλώ, λέω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὡς ἔπος εἰπεῖν, για να το πούμε έτσι, Λατ. ut ita dicam, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ὡς εἰπεῖν, ὡς ἔπος εἰπεῖν, στον ίδ.
II. 1. με αιτ. προσ., μιλώ σε, απευθύνομαι σε, πλησιάζω και απευθύνομαι σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ονομάζω, αναφέρω, στον ίδ.
3. αποκαλώ κάποιον έτσι ή αλλιώς, πολλοί δέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον, σε Ομήρ. Οδ.
4. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., λέω κάτι για κάποιον, ἀτάσθαλόν τι εἰπεῖν τινα, στο ίδ.· κακὰ εἰπεῖν τινα, σε Αριστοφ.
III. στην Αθήνα, προτείνω (προς συζήτηση) ένα μέτρο στην ἐκκλησία, σε Θουκ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: say, speak (Il.) (pres. λέγειν, ἀγορεύειν speak; cf. Schwyzer-Debrunner 258).
Other forms: ep. ἔειπον, Ion. etc. also εἶπα, inf. εἰπεῖν, εἶπαι, Cret. Ϝεῖπαι
Compounds: Often with prefix, e. g. ἀπ(ο)-, ἐξ-, μετ(α)-, παρ-, προ-(Ϝ)ειπεῖν, -(Ϝ)εῖπαι
Origin: IE [Indo-European] [1135] *h₁-u̯e-u̯kʷ-om I said
Etymology: The Skt. aorist á-vocam I spoke, from *e-u̯e-ukʷ̯-om, shows PGr. *ἔ-Ϝε-υπ-ον, from where through dissimilation ἔ(Ϝ)ειπον; on an uncertain trace of the digamma in a text of Homer s. Kretschmer Ἀντίδωρον 190ff. Further s. ἔπος. - Details in Schwyzer 745. On the meaning, use and inflexion Fournier Les verbes "dire" 3ff., 99f., 227ff.

Middle Liddell

[pres. in use is φήμι, ἀγορεύω, fut. ἐρέω, ἐρῶ, perf. εἴρηκα
I. to speak, say, Hom., etc.; in parenthesis, ὡς ἔπος εἰπεῖν so to say, Lat. ut ita dicam, Thuc., etc.; so, ὡς εἰπεῖν, ὡς ἔπος εἰπεῖν Thuc.
II. c. acc. pers. to speak to, address, accost one, Il.
2. to name, mention, Il.
3. to call one so and so, πολλοὶ δέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον Od.
4. c. dupl. acc. pers. et rei, to say or tell of one, ἀτάσθαλόν τι εἰπεῖν τινα Od.; κακὰ εἰπεῖν τινα Ar.
III. at Athens, to propose or move a measure in the ἐκκλησία, Thuc., etc.

Frisk Etymology German

εἶπον: {eĩpon}
Forms: ep. ἔειπον, ion. usw. auch εἶπα, Inf. εἰπεῖν, εἶπαι, kret. ϝεῖπαι
Grammar: v.
Meaning: sagen, sprechen (Präs. λέγειν, ἀγορεύειν reden; vgl. Schwyzer-Debrunner 258).
Composita: Oft mit Präfix, z. B. ἀπ(ο)-, ἐξ-, μετ(α)-, παρ-, προ-(ϝ)ειπεῖν, -(ϝ)εῖπαι (seit Il.).
Etymology: Der synonyme reduplizierte aind. Aorist á-vocam ich sprach, der auf idg. *e-u̯e-uq-om zurückgeht, läßt auf eine griech. Grundform *ἔϝευπον schließen, woraus durch Dissimilation ἔ(ϝ)ειπον; über eine unsichere Spur des Digamma in einem antiken Homertext s. Kretschmer Ἀντίδωρον 190ff. Weiteres s. ἔπος. — Einzelheiten bei Schwyzer 745. Über Bedeutung, Gebrauch und Flexion noch Fournier Les verbes "dire" 3ff., 99f., 227ff.
Page 1,464