ἀντίσηκος

English (LSJ)

ἀντίσηκον, compensating, equivalent, χάρις Eust.1075.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀντίσικος Phys.B 237.2
que compensa, equivalente καὶ ἀναπληροῦσιν αὐτοῖς τὸν ἀντίσικον κόπον Phys.l.c., χάρις Eust.1075.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσηκος: -ον, ἰσόρροπος, ἰσοδύναμος, Εὐστ. 1075. 8.