ἀνταναπλήρωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, filling up again, Epicur.Ep.1p.11U.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de llenarse o completarse de nuevo ῥεῦσις ... οὐκ ἐπίδηλος τῇ μειώσει διὰ τὴν ἀνταναπλήρωσιν Epicur.Ep.[2] 48, τῶν τόπων Phlp.in GC 92.15.

German (Pape)

[Seite 244] ἡ, das Dagegenwiederanfüllen, Epic. bei Diog. L. 10, 48.

Greek Monolingual

ἀνταναπλήρωσις, η (Α)
η εκ νέου αναπλήρωση.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταναπλήρωσις: εως ἡ восполнение Epicur. ap. Diog. L.