αναπλήρωση
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
Greek Monolingual
η (Α ἀναπλήρωσις)
πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση
νεοελλ.
προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον
αρχ.
1. μέσον για συμπλήρωση
2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας
3. ανάκτηση, αποκατάσταση
4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση, επαλήθευση
5. (για ποταμούς) πλημμύρισμα, ξεχείλισμα.