ἀνταποστρέφω

English (LSJ)

turn back again, Tz.H.5.903.

Spanish (DGE)

dar la vuelta, retroceder a su vez Tz.H.5.905.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποστρέφω: ἐπιστρέφω τι, δίδω τι ὀπίσω, «ὅσα ἀφεῖλον ἐξ αὐτῶν ἀνταποστρέψας πάλιν» Τζέτζ. Ἱστ. 5. 903.

Greek Monolingual

ἀνταποστρέφω (Μ)
επιστρέφω κάτι.