ἀνταυγάζω

English (LSJ)

A = ἀνταυγέω, πρὸς ἥλιον Hld.1.2, cf. 9.14.
II trans., expose to the light, illuminate, ἡλίῳ βίον ἀ. Ph.2.260.

Spanish (DGE)

1 abs. brillar χρυσοϋφοῦς δὲ τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης brillando su ropa bordada en oro ante los rayos del sol Hld.1.2.5.
2 c. ac. int. reflejar τῆς πανοπλίας οἰκεῖον σέλας ἀνταυγαζούσης Hld.9.14.1.
3 c. ac. compl. dir. iluminar fig. ἡλίῳ καθαρῷ τὸν ἴδιον βίον Ph.2.260.

German (Pape)

[Seite 245] den Schein zurückwerfen, zurückstrahlen, πρός τι Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταυγάζω: μέλλ. -άσω, = ἀνταυγέω, «λαμποβολῶ», τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης Ἡρόδ. 1. 2. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἡλίῳ καθαρῷ τὸν βίον ἀνταυγάσοντες Φίλων 2. 260.

Greek Monolingual

ἀνταυγάζω (AM)
1. λάμπω
2. συναγωνίζομαι κάποιον στη λάμψη.