ἀντείρομαι

English (LSJ)

Ion. aor. -ειρόμην, Att. -ηρόμην:—ask in turn, Hdt.1.129, 3.23, X.Cyr.2.2.22: in part., Plu.2.739b.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.Cyr.2.2.22]
preguntar a su vez εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντείρομαι: ἴσως μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34.

Greek Monolingual

ἀντείρομαι (Α)
αντερωτώ.

Greek Monotonic

ἀντείρομαι: Ιων. αντί ἀντ-έρομαι.