ἀντεικόνισμα

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεικόνισμα: -ατος, τό, = ἀπεικόνισμα, ἀντεικόνισμα τῆς Γοργόνος Ἰω. Μαλαλ. 36. 16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
imagen τῆς Γοργόνος Io.Mal.Chron.M.97.108A.