ἀντεξαίρω

English (LSJ)

raise to an equal height, λόγοις ἔργα Philostr.VS1.19.1.

Spanish (DGE)

levantar a la misma altura fig. λόγοις ἔργα Philostr.VS 511.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεξαίρω: ἐξυψώνω, μεγαλύνω ἀνθαμιλλώμενος, ἀντεξάρας λόγοις ἔργα Φιλόστρ. 511.