(=ἔχω δίκη ἐναντίον κάποιου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀντίδικος (ἀντί + δίκη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιδίκησις, ἀντιδικία.