ἀντιδικία
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
ἡ, litigation, contention, πρός τινα ὑπέρ τινος Plu.2.483b; ὁ ἐξ -ίας the opponent in a process, Mitteis Chr.88.14 (ii A. L.); Astrol., opp. συναφεῖαι, συνάψεις, Ptol.Tetr.191.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
jur. litigio αἱ δ' ὑπὲρ ἀδελφοῦ ... ἀντιδικίαι καὶ δικαιολογίαι πρὸς αὐτούς Plu.2.483b, cf. UPZ 162.6.9, Al.Pr.16.28, Horap.1.49
•ὁ ἐξ ἀντιδικίας el contrario en un proceso Mitteis Chr.2.88.1.14, 16 (II d.C.)
•astrol. por oposición a ἔχθραι querella, disputa τὰς δὲ ἐλάττους καὶ προσκαίρους (διαθέσεις καλοῦμεν) συναστρίας καὶ ἀ. Ptol.Tetr.4.7.1.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, das Streiten vor Gericht, Poll. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδικία: ἡ, ἀντιδικασία, ἔρις, φιλονικεία, αἱ ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ ἀντιδικίαι Πλούτ. 2. 483Β.
Greek Monolingual
η (Α ἀντιδικία) αντίδικος
διαμάχη, φιλονικία
νεοελλ.
η διεξαγωγή πολιτικής δίκης με εναντίωση του ενός διαδίκου στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του άλλου.