ἀντικαταλλάττομαι
German (Pape)
[Seite 252] 1) dagegen eintauschen, τί τινος, τὴν κοινὴν σωτηρίαν τῶν τοῦ κρινομένου λόγων Din. 1, 2; Arist. rhet. 3, 15; Sp., wie Plut. adv. St. 11; ἀντί τινος, dafür hingeben, ψυχὴν ἀντὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας Lycurg. 88; Arist. Eth. 8, 6; Pol. 2, 42; ὑπέρ τινος τὸ ζῆν ἀντικαταλλάξασθαι Isocr. 5, 135. – 2) ἀντικαταλλαγῆναί τινι, sich mit Jemandem aussöhnen, Pol.15, 20.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀντικαταλλάσσομαι
1 donner en échange : τί τινος, τι ὑπέρ τινος une chose en échange d'une autre;
2 recevoir en échange : τι ἀντί τινος une chose en échange d'une autre.
Étymologie: ἀντί, καταλλάσσομαι.