ἀντικαταλλάσσομαι
English (LSJ)
Att. ἀντικαταλλάττομαι, Med.,
A exchange one thing for another:
1 give one thing for another, τὴν ἰδίαν ψυχὴν ἀντὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας Lycurg.88; τὸ ζῆν ὑπὲρ ἄλλου οὐδενός Isoc.5.135.
2 receive one thing in exchange for another, τι ἀντί τινος Id.6.109, Aeschin.3.92, D.Chr.40.30.
3 set off or balance one thing against another, εὐεργεσίας κρίσεως Din.1.14; ἀ. τι πρὸς τὴν περὶ τὰ θεῖα φιλοσοφίαν afford some compensation for.., Arist.PA645a3; ἀ. ἀδικοῦντα, εἰ βλαβερόν, ἀλλὰ καλόν submit in justification a balance in case of injury... Id.Rh.1416a11.
4 interchange, Id.EN1157a12.
II Pass., ἀντικαταλλαγῆναι (sc. τῆ τύχῃ) to be reconciled, Plb.15.20.5: abs., come to an agreement, περὶ οὗ ἀντικατηλλάγη PFlor.47.13.
III Act., come to an agreement, ὁμολογῶμεν ἀντικατηλλαχέναι πρὸς ἀλλήγους ib.3(iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
1 donner en échange : τί τινος, τι ὑπέρ τινος une chose en échange d'une autre;
2 recevoir en échange : τι ἀντί τινος une chose en échange d'une autre.
Étymologie: ἀντί, καταλλάσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικαταλλάσσομαι: атт. ἀντικαταλλάττομαι
1 отдавать взамен, менять, обменивать (τι ὑπέρ τινος Isocr. и τί τινος Dem., Plut.);
2 получать взамен (τι ἀντί τινος Isocr.);
3 возмещать (τι πρός τι Arst.): φόνων φόνους ἀ. Plut. мстить за убийства убийствами;
4 обмениваться (τι Arst.); pass. примиряться (ἀντικαταλλαγῆναί τινι Polyb.).
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταλλάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ., ἀνταλλάσσω τι πρὸς ἕτερον. 1) δίδω τι ἀντὶ ἑτέρου, τι ἀντί τινος Λυκοῦργ. 159. 2· τι ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 109C· τί τινος Δημ. 273. 25. 2) δέχομαί τι ὡς ἀντάλλαγμα ἑτέρου, τι ἀντί τινος Ἰσοκρ. 138Β. 3) ἀνταλλάσσω τι πρός τι, μηδὲ τὴν κοινὴν σωτηρίαν ἀντικαταλλάξασθαι τῶν τοῦ κρινομένου λόγων Δεινάρχ. κατὰ Δημ. Α΄ α΄, 5· ἀντικαθιστῶ κἄπως, ἀναπληρῶ ἐν μέρει, ἀντικαταλλάττεταί τι πρὸς τὴν περὶ τὰ θεῖα φιλοσοφίαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 3· ἀντ. ἀδικοῦντα, εἰ βλαβερόν, ἀλλὰ καλὸν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 15, 2. 4) ἀνταλλάσσω, Ἠθ. Ν. 8. 5, 2, Αἰσχίν. 66 ἐν τέλ. ΙΙ. παθ., ἀντικαταλλαγῆναί τινι, συνδιαλλαγῆναι, συμφιλιωθῆναι, Πολύβ. 15. 20, 5. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. = τῷ μέσῳ, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
ἀντικαταλλάσσομαι κ. -ττομαι (Α)
1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
2. δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα
3. αντικαθιστώ, αναπληρώνω
4. συνδιαλ λάσσομαι, συμφιλιώνομαι.
Greek Monotonic
ἀντικαταλλάσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ -αλλάξομαι — Μέσ., ανταλλάσσω ένα πράγμα για κάτι άλλο·
1. δίνω κάτι για κάτι άλλο, τί τινος, σε Δημ.· τι ἀντί ή ὑπέρ τινος, σε Ρήτ..
2. αποδέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο, τι ἀντί τινος, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
Mid., to exchange one thing for another:
1. to give one thing for another, τί τινος Dem.; τι ἀντί or ὑπέρ τινος Oratt.
2. to receive one thing in exchange for another, τι ἀντί τινος Isocr.