ἀντικατατρέχω

English (LSJ)

aor. -έδρᾰμον, overrun in turn, D.C.60.9.

Spanish (DGE)

recorrer, invadir a su vez τὴν χώραν D.C.60.9.1.

German (Pape)

[Seite 253] (s. τρέχω), dagegen einen Einfall machen, τινός, Dio C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατατρέχω: μετ’ ἀορ. -έδρᾰμον, κατατρέχω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, ποιῶ καὶ ἐγὼ ἐπιδρομὴν εἰς τὴν χώραν τοῦ ἐπιδραμόντος τὴν ἐμὴν χώραν, ἐπιτρέχω, Δίων Κ. 60. 9.