ἐπιτρέχω
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
A fut. ἐπιδρᾰμοῦμαι X.Cyn.9.6, D.17.19: aor. 2 ἐπέδρᾰμον Il. 4.524, al. (rarely aor. I ἐπέθρεξα 13.409): pf. ἐπιδεδράμηκα X.Oec.15.6; poet. ἐπιδέδρομα Od., etc. (v. infr. 11.2):—Pass., pf. ἐπιδεδράμημαι X.Oec.15.1: —run upon or run at, mostly for the purpose of attack, abs., ὁ δ' ἐπέδραμεν Il.4.524, cf. 18.527; of dogs, οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od.14.30; make an assault upon, τινί Th.4.32, X.Cyn.9.6, ἐπί τινα Id.HG5.4.51.
b approach, εἰς ἃς (sc. μοίρας) ἐπιτρέχει ἡ Σελήνη, τούτοις συνάπτει Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).228.
2 run after, be eager or be greedy, οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Hdt.3.135; συγχωρεῖν ἐπιδραμών in haste, Pl.Lg.799c; οὐκ ἂν ἡγεῖσθε αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν ὥστε γενέσθαι D.27.56: c. dat., to be greedy for, App.Pun.94.
II run over a space, τόσσον ἐπεδραμέτην, of horses, Il.23.433, cf. 418,447; run over or graze the surface, ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος 13.409: c. dat., ἀσταχύεσσιν Call.Aet.3.1.46.
2 to be spread over, λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od.6.45; κακὴ δ' ἐπιδέδρομεν ἀχλύς 20.357: c. dat., τῷ.. ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp.82.3 (hex.); ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος A.R.2.670; οἱ ἔρευθος ἐπιτρέχει Arat.834, cf. Opp.C.3.94; ἐξανθήματα ἐ. τοῖς σώμασιν Plu.2.671a; ὄρεσι..ἀφ' ἡλίου μορφαὶ ἐ. ib.934f; σημείων τῷ νεκρῷ μοχθηρῶν ἐπιδραμ. Id.TG13, etc.: c. acc., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ when the billow runs over the darkness of the deep, S.Ant.588(lyr.); τὴν χώραν, of lava, Arist. Mir.840a5; ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη A.R.1.645; Πώμην ἐπέδραμε λόγος c. acc. et inf., Plu.Aem. 25.
3 of a musician, run over, play upon, ἐ. καλάμους χείλεσι Longus 1.24; τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr.3.12; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath.4.139e.
4 overrun, as an army does a country, ἐ. πεδίον πᾶν Hdt.1.161; τὰς κώμας πάσας Id.8.23; τὴν χώρην πᾶσαν ib. 32; τὰ ἔξω Th.4.104.
5 run over, treat lightly or treat summarily of, X.Oec.25.1 (Pass.); τῷ λόγῳ ib.6; εὐπόρως ἐ. περί τινος Isoc.Ep.9.6; μικρὰ περὶ αὐτῶν D.17.19; τὰς ἀπορίας ἐ. Arist.Pol.1286a7; Ἡροδότου.. ἡ λέξις.. ῥᾳδίως ἐπιτρέχουσα τοῖς πράγμασιν Plu.2.854e; ἐ. διὰ βραχυτάτων ib.119e; τὸ ἐπιτρέχον σχῆμα Hermog.Id.1.11.
6 of a country, spread, extend, ἐπὶ.. D.P.809; μέσην ἐ. νῆσον ib.1092.
7 τῷ τῆς κώμης ἐπιτρέχοντι inspector, PFay.107.7(ii A.D.): pl., ἐπιτρέχοντες POxy. 2121.22 (iii A.D.).
III run close after, ἅρματα..ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέδραμον Il.23.504; ἐ. τὰ ἴχνη, of hounds, X.Cyn.3.6: c. dat., follow, Arat.316; ἐ. τοῖς θήλεσιν, of the male, Plu.2.965e.
German (Pape)
[Seite 995] (s. τρέχω), aor. ἐπέδραμον, selten ἐπέθρεξα, Il. 13, 409, perf. ἐπιδεδράμηκα, p. ἐπιδέδρομα (s. unten), 1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hülfe, als zum Angriff, Il. 4, 524. 18, 527 u. öfter; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Her. 3, 135, hastig zugreifend, begierig; ἐπιδραμὼν οὕτως εὐθύς Plat. Legg. VII, 799 c; vgl. Dem. 27, 56. 29. 48, hastig Etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφθειραν, auf welche sie stießen, Thuc. 4, 32; ἐπὶ τὰ ἔξω 104. – Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern, Her. 8, 23. 32; Pol. u. a. Sp. Auch = ergreifen, befallen, ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη Ap. Rh. 1, 645. So kann man auch Soph. Ant. 585 erkl., ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς, Schol. ἀντὶ τοῦ ἐκ βάθους κινήσῃ τὴν θάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt. – Bei Homer unterschied Aristarch ἐπιτρέχειν und διώκειν, wo von Verfolgung die Rede ist; διώκειν heiße Jemanden verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν dagegen Jemanden, der nicht weiß, daß er verfolgt werde, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 354. 359, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127. – 2) nachlaufen, nachrollen, ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Il. 23, 504. – 3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος Il. 13, 409, sich darüber hin verbreiten, λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od. 6, 45; Arat. 80; κακὴ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; auch c. dat., λεπτὸν ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ap. Rh. 2, 670; εἴ τί οἱ ἔρευθος ἐπιτρέχει Arat. 834; auch = überlaufen, τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr. 3, 12; τοῖς χείλεσι τοὺς καλάμους Long. 1, 24; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath. IV, 139 e; Sp. = sich an einem Gegenstande zeigen, ἰταμοῦ ἤθους σημεῖα τοῖς εἴδεσι τῶν γυναικῶν ἐπιτρέχει Plut.; körperlich, μείοσι μὲν λυγκῶν ἐπιδέδρομε ῥινὸς ἐρευθής, μείζοσι δὲ κροκόεν τε θεείῳ τ' εἴκελον ἄνθος Opp. Cyn. 3, 94; τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp. Ath. I, 29 e; von der Rede, ἐπιτρέχουσα τῇ λέξει ἀῤῥυθμία ib. V, 189 c; – τοῖς θήλεσι, sich begatten, Plut. sol. an. 9. – In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln, ἐπιδεδράμηται Xen. Oec. 15, 1; μικρὰ ἐπιδραμοῦμαι περὶ αὐτῶν Dem. 17, 19, περί τινος, wie Isocr.; Sp. auch λόγῳ τι, Luc.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιδραμοῦμαι, ao.2 ἐπέδραμον, pf. ἐπιδέδρομα;
I. courir sur :
1 courir vers ou contre (pour attaquer) : τινι, ἐπί τινα se jeter sur qqn ; χώρην HDT, κώμας HDT se jeter sur un pays, sur des villages, y faire des incursions;
2 courir sur, se jeter sur (pour saisir avidement);
3 courir sur, le long de, à travers ; abs. s'élancer à travers l'espace ; avec un acc. parcourir : λόγῳ XÉN parcourir (un sujet) en peu de mots;
4 p. ext. se répandre sur : ἐξανθήματα ἐπιτρέχει τοῖς σώμασιν PLUT des efflorescences se répandent sur les corps;
II. courir à la suite.
Étymologie: ἐπί, τρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρέχω: (fut. ἐπιδραμοῦμαι, aor. 2 ἐπέδρᾰμον, aor. 1 (редко) ἐπέθρεξα, pf. ἐπιδέδρομα и ἐπιδεδράμηκα)
1 прибегать, налетать: τὰ προϊδόντες ἐπέδραμον Hom. увидев это, (сидевшие в засаде) прибежали;
2 набрасываться, нападать (τινί Thuc., Xen. и ἐπί τινα Xen.): ἐ. χώρην Her. совершать набег на страну (ср. 6);
3 устремляться (вслед за чем-л.), гоняться (за кем-л.): ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Hom. колесница катилась за (впряженными в нее) конями; ἐ. τὰ ἴχνη Xen. бежать по следу (о собаках); ἐπιδραμών Her., Plat.; стремительно (на)бросившись или сгоряча;
4 бежать вперед, мчаться: μᾶλλον ἐπεδραμέτην Hom. (кони) резвее понеслись;
5 набегать, наскакивать, наталкиваться: ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος Hom. задетый копьем щит загудел;
6 пробегать, распространяться (τὴν χώραν Arst. - ср. 2): Ῥώμην ἐπέδραμε λόγος Plut. по Риму пронесся слух; ἐ. μικρὰ περί τινος Dem. вкратце коснуться чего-л.; λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Hom. (по Олимпу) разлито ясное сияние; ἐξανθήματα ἐπιτρέχει τοῖς σώμασιν Plut. язвы покрывают тела.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. β΄ ― έδρᾰμον Ὅμ.· (σπανίως ἀόρ. α΄ -έθρεξα, Ἰλ. Ν. 409): πρκμ. -δεδράμηκα, Ξεν. Οἰκ. 15. 4· ποιητ. -δέδρομα Ὀδ.· τρέχω, ὁρμῶ κατά τινος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὅπως προσβάλω, ἐπιτεθῶ· ἀπολ., ὁ δ’ ἐπέδραμεν Ἰλ. Δ. 524, πρβλ. Σ. 527· ἐπὶ κυνῶν, οἱ μὲν κεκληγῶτες ἐπέδραμον Ὀδ. Ξ. 30· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐπιτίθεμαι ἐναντίον τινός, τινὶ Θουκ. 4. 32, Ξεν. Κυν. 9, 6· ἐπί τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 51 2) τρέχω, ὁρμῶ ἐπάνω εἴς τι μετ’ ἀπληστίας, οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο, δηλ. ἐδέχετο πάντα τὰ διδόμενα οὔ τι ἐπιδραμὼν αὐτοῖς, χωρὶς νὰ δείξῃ μεγάλην προθυμίαν, Ἡρόδ. 3. 135· οὐκ ἂν ποτέ που τὸ ἀπορηθὲν περὶ αὐτῶν συγχωρήσειεν ἐπιδραμών, δὲν θὰ ἔσπευδέ ποτε βεβαίως νὰ παραδεχθῇ αὐτὸ ἀμέσως, Πλάτ. Νόμ. 799C· οὐκ ἂν ἡγεῖσθ’ αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν Δημ. 831. 10· μετὰ δοτ., εἶμαι ἄπληστος διά τι, Ἀππ. Καρχηδ. 94. ΙΙ. τρέχω ἐπί τινος ἀποστάσεως, τόσσον ἐπεδραμέτην, ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ψ. 433, πρβλ. 418, 447· τρέχω ἄνωθεν, ἐπιψαύω τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος Ν. 409. 2) ἐπεκτείνομαι, λευκὴ δ’ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Ὀδ. Ζ. 45· κακὴ δ’ ἐπιδέδρομεν ἀχλὺς Υ 357: ― μετὰ δοτ., τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὁδμὴ Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 2· ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 670· οἱ ἔρευθος ἐπιτρέχει Ἄρατ. 834, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 94· ἐξανθήματα ἐπ. τοῖς σώμασιν Πλούτ. 2. 671Α· ὄρεσι... ἀφ’ ἡλίου μορφαὶ ἐπ. αὐτόθι 934D· σημείων τῷ νεκρῷ μοχθηρῶν ἐπιδραμόντων, ἐπιφανέντων, ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 13, κτλ.· μετ’ αἰτ., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ, ὅταν τὸ κῦμα ὁρμήσῃ ὑπεράνω τοῦ σκότους τῆς ἀβύσσου, Σοφ. Ἀντ. 588· τοῦ περὶ τὴν Αἴτνην ῥεύματος πολλάκις τὴν χώραν ἐπιδεδραμηκότος, περὶ τῆς λάβας, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 105, 5· ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη Ἀπολλ. Ροδ. Α. 645· Ρώμην ἐπέδραμε λόγος Πλουτ. Αἰμιλ. 25. 3) ἐπ. καλάμους χείλεσι, Λατ. labro percurrere, ἁρπάζων τὴν σύριγγα τοῖς χείλεσιν αὐτὸς τοὺς καλάμους ἐπέτρεχε Λόγγος 1. 24· τὴν σύριγγα τῇ γλώσσῃ Ἀλκίφρ. 3. 12· τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδὰς Ἀθήν. 139Ε. 4) διατρέχω χώραν τινά, ὡς στρατὸς πολεμίων, τοῦτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾶν ἐπέδραμε Ἡρόδ. 1. 161· τὰς κώμας πάσας ὁ αὐτ. 8. 23· τὴν χώρην πᾶσαν αὐτόθι 32· ὡσαύτως, ἐπὶ τὰ ἔξω Θουκ. 4. 104. 5) διέρχομαι, πραγματεύομαί τι ἐλαφρῶς, Λατ. oratione percurrere, Ξεν. Οἰκ. 15, 1· εὐπόρως ἐπ. περί τινος, Ἰσοκρ. Ἐπ. 9. 6· μικρὰ περὶ αὐτῶν Δημ. 217. 7· τὰς ἀπορίας ἐπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 3· Ἡροδότου... ἡ λέξις... ῥᾳδίως ἐπιτρέχουσα τοῖς πράγμασιν Πλούτ. 2. 854Ε· ἐπ. διὰ βραχυτάτων, διὰ τῶν ἀναγκαίων, κτλ., αὐτόθι 119Ε, κτλ. 6) ἐπὶ χώρας, ἐκτείνομαι, ἐπί... Διον. Περιηγ. 809, πρβλ. 1092. ΙΙΙ. τρέχω ἀμέσως κατόπιν, ἅρματα... ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέδραμον Ἰλ. Ψ. 504· ἐπ. τὰ ἴχνη, ἐπὶ κυνῶν κυνηγετικῶν, Ξεν. Κυν. 3, 6· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἀκολουθῶ, Ἄρατ. 316· ἐπ. τοῖς θήλεσιν, ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Πλούτ. 2. 965Ε.
English (Autenrieth)
aor. 1 part. ἐπιθρέξαντος, aor. 2 ἐπέδραμον, perf. ἐπιδέδρομα: run up, run upon, often in hostile sense, Od. 14.30; of horses putting forth their??peed, ‘ran on,’ Il. 23.418, 447; the chariot rolling close on (behind) the horses, Il. 23.504; a spear impinging upon a shield, Il. 13.409; λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη, runs over all, Od. 6.45; ἀχλύς, Od. 20.357.
Greek Monolingual
(AM ἐπιτρέχω) τρέχω
1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.)
2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.)
3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῦτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾶν ἐπέδραμε», Ηρόδ.)
4. (για χρόνο) περνώ («τοὺς ἐπιτρέχοντας μῆνας», Θεόφρ.)
μσν.
1. (για τόπο) διασχίζω («οὕτως ὀξέως ἅπασαν ἐπέδραμεν Ἀσίαν», Κων. Μανασσ.)
2. επιτίθεμαι («πρὸς αὐτοὺς ἐπέδραμον, πολλοὺς τούτων ἀνεῖλον», Διγεν. Ακρ.
αρχ.
1. συμφωνώ ανεπιφύλακτα με κάποιον («οὐκ ἂν ἡγεῖσθαι αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν, ὥστε γενέσθαι», Δημοσθ.)
2. (για αστέρι) πλησιάζω σε κάποιο σημείο
3. (για τροφή) είμαι λαίμαργος, άπληστος
4. τρέχω βιαστικά
5. (για πράγμ.) περνώ ξυστά πάνω από μια επιφάνεια («καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος», Ομ. Ιλ.)
6. (για φήμη, λόγο) διαδίδομαι γρήγορα («τὴν Ῥώμην ἐπέδραμε λόγος αὐτὸν τε τὸν Ἀντώνιον ἀνῃρῆσθαι», Πλούτ.)
7. (για μουσ. όργανο) παίζω με ευχέρεια («τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδὰς ἐπιτρέχοντες», Αθήν.)
8. διηγούμαι, διαβάζω στα πεταχτά («ὃ ἡμῖν ἀργότατα ἐπιδεδράμηται τοῦ λόγου», Ξεν.)
9. (για χώρα) εκτείνομαι
10. τρέχω αμέσως μετά από άλλο («ἅρματα... ἵπποις ὠκυπόδεσιν ἐπέτρεχον», Ομ. Ιλ.)
11. (με δοτ.) ακολουθώ.
Greek Monotonic
ἐπιτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· σπανίως αόρ. αʹ -έθρεξα, παρακ. -δεδράμηκα, σε Ξεν.· ποιητ. -δέδρομα·
I. 1. ορμώ εναντίον ή τρέχω με σκοπό επίθεσης, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, στην Αττ., πραγματοποιώ επίθεση εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ., Ξεν.
2. τρέχω πίσω από, κυνηγώ, ἐπιδραμών, με σπουδή, βιαστικά, με λαχτάρα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. 1. τρέχω κάποια απόσταση, σε Ομήρ. Ιλ.· περνώ πάνω από ή περνώ ξυστά από την επιφάνεια, στο ίδ.
2. εξαπλώνομαι, απλώνομαι, επεκτείνομαι, λέγεται για ομίχλη, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ἐπιδράμῃ, όταν το κύμα ορμήσει πάνω από το σκοτάδι της αβύσσου, σε Σοφ.
3. καταλαμβάνω, όπως ένα στράτευμα μια περιοχή, σε Ηρόδ., Θουκ.
4. παίρνω κάτι αψήφιστα, το διέρχομαι με ελαφρότητα, Λατ. percurrere, σε Ξεν.
III. κυνηγώ στενά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
fut. -δρᾰμοῦμαι aor. -έδρᾰμον aor1 -έθρεξα rarely aor1 -έθρεξα perf. -δεδράμηκα Xen.; poet. δέδρομα
I. to run upon or at, for the purpose of attack, Il.; of dogs, Od.; so in Attic to make an assault upon, τινί Thuc., Xen.
2. to run after, ἐπιδραμών in haste, eagerly, Hdt., Plat.
II. to run over a space, Il.: to run over or graze the surface, Il.
2. to be spread over, of a mist, Od.:—c. acc., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ἐπιδράμῃ when the billow runs over the deep, Soph.
3. to overrun, as an army does a country, Hdt., Thuc.
4. to run over, to treat lightly of, Lat. percurrere, Xen.
III. to run close after, Il.