ἀντιλόβιον

English (LSJ)

τό, upper edge of the ear, opp. προλόβιον, Gal.14.701, Poll.2.86.

Spanish (DGE)

-ου, τό reborde superior de la oreja Gal.14.701, Poll.2.86.

German (Pape)

[Seite 255] τό, der dem λόβος entgegenstehende Teil am Ohr, Poll. 2, 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλόβιον: τό, μέρος τοῦ ὠτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προλόβιον, Πολυδ. Β΄, 86.

Greek Monolingual

ἀντιλόβιον, το (Α)
το πίσω μέρος του λοβού του αφτιού.