ὠτός
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
gén. de οὖς.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτός: -οῦ, ἢ ὦτος, ου, ὁ, μακρόωτος γλαῦξ, «μποῦφος». Strix otus, ὁ δ’ ὠτὸς ὅμοιος ταῖς γλαυξί, καὶ περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 12, 12 (ἔνθα προστίθησιν, ἔνιοι δ’ αὐτὸν νυκτικόρακα καλοῦσιν), πρβλ. Πλούτ. 2. 961Ε· ὁ Ἀθήν. (390C) φαίνεται ὅτι ταυτίζει τὸ πτηνὸν τοῦτο πρὸς τὴν ὠτίδα, ἀλλ’ ἡμαρτημένως. ΙΙ. ἄνθρωπος εὐχερῶς ἐξαπατώμενος, μωρός, «μποῦφος», «ὦτος ὄρνεον, ὃ περὶ τὰ ὦτα ἔχει πτερύγια τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον, ὥσπερ νυκτικόραξ ἁλίσκεται· διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους ἐκάλουν» Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 561. 7.
Russian (Dvoretsky)
ὠτός:
I gen. к οὖς.
II ὁ Arst. = ὦτος.
German (Pape)
ὁ, = ὦτος.