ἀντιμολία

German (Pape)

[Seite 256] ἡ, s. ἀντιμωλία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
jur. juicio expl. como δίκη, εἰς ἣν οἱ ἀντίδικοι παραγίνονται Hsch.s.u. μωλεῖ, cf. ἀντιμολίαι ICr.4.13b.1 (Gortina VII/VI a.C.).