juicio
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Spanish > Greek
βουλή, γνώμη, γνῶμα, δίκη, διάγνωσις, διάκρισις, διάληψις, διαδικασία, δικάσημα, δικαιοδοσία, δικαιωτήριον, δικασμός, δικασπολία, δικαστύς, δοκιμασμός, δόγμα, ἀγωνία, ἀγών, ἀκρόασις, ἀντιμολία, ἀντιμωλία, ἀπόφασις, ἐκδικασία