ἀντιπεριβάλλω

English (LSJ)

A put round in the other direction, e.g. a bandage, Hp. Fract.11.
2 embrace in return, Ach.Tat.5.8:—Pass., to be clothed about, θανάῳ LXX Si.23.12.

Spanish (DGE)

1 enrollar en sentido contrario de una venda, Hp.Fract.11.
2 abrazar a su vez Ach.Tat.5.8.3.

German (Pape)

[Seite 258] (s. βάλλω), dagegen umarmen, Achill. Tat. 5, 8; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεριβάλλω: περὶ ἐπιδέσμου, περιβάλλω, περιτυλίσσω πρὸς τὸ ἐνάντιον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759. 2) περιπτύσσομαι τὸν περιπτυξάμενόν με, ἀντιπεριβάλλω τε αὐτὸν καὶ τὰς αὐτὰς ἀπεδίδουν περιπλοκὰς Ἀχ. Τάτ. 5. 8: ― παθ., κυκλοῦμαι, «ἔστι λέξις ἀντιπεριβεβλημένη θανάτῳ» Ἑβδ. (Σειρὰχ. κγ΄, 12).

Greek Monolingual

ἀντιπεριβάλλω (Α)
1. (για επίδεσμο) περιβάλλω, περιτυλίσσω προς το αντίθετο μέρος
2. περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω κι εγώ
3. (-ομαι)
περικυκλώνομαι.