ἀντιπροσερρήθην
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. de ἀντιπροσαγορεύω.
Spanish (DGE)
v. ἀντιπροσαγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπροσερρήθην: aor. pass. к ἀντιπροσαγορεύω.
ao. Pass. de ἀντιπροσαγορεύω.
v. ἀντιπροσαγορεύω.
ἀντιπροσερρήθην: aor. pass. к ἀντιπροσαγορεύω.