ἀντιπροσαγορεύω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
return salute, Plu. Crass.3 (in aor. -ευσα):—but in earlier Prose, aor. 2 ἀντιπροσεῖπον Thphr. Char.15.3:—Pass., ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. act. ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3, pas. ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1]
devolver el saludo προσαγορευθεὶς μὴ ἀντιπροσειπεῖν Thphr.l.c., ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Plu.Crass.3, en v. pas. προσειπών τινα χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη X.l.c., cf. Aristaenet.1.4.26.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen anreden u. begrüßen, Plut. Crass. 3.
French (Bailly abrégé)
rendre un salut à, acc..
Étymologie: ἀντί, προσαγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπροσᾰγορεύω: обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροσᾰγορεύω: ἀνταποδίδω χαιρετισμόν, ἀντασπάζομαι, οὐδενὶ γὰρ οὕτως ἀπήντησε Ρωμαίων ἀδόξῳ καὶ ταπεινῷ Κράσσος, ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Πλουτ. Κράσσ. 3: - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. ἀόρ. εἶναι ἀντιπροσεῖπον Θεοφρ. Χαρ. 15· παθ. ἀντιπροσερρήθην Ξεν. Ἀπομ. 3.13, 1.
Greek Monolingual
ἀντιπροσαγορεύω (Α)
ανταποδίδω προσφώνηση ή χαιρετισμό.
Greek Monotonic
ἀντιπροσᾰγορεύω: μέλ -σω, χαιρετώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.