ἀντυποκρίνομαι

English (LSJ)

ἀντυπουργέω, Ion. for ἀνθυπ-.

Spanish (DGE)

v. ἀνθυποκρίνομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀνθυποκρίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντυποκρίνομαι: ἀντυπουργέω, Ἰων. ἀντὶ ἀνθυπ-.

Greek Monotonic

ἀντυποκρίνομαι: ἀντ-υπουργέω, Ιων. αντί ἀνθ-υπ-.

German (Pape)

Her., für ἀνθυποκρίνομαι.