ἀνυγίαστον, = ἀναλθής, incurable, Hsch. s.v. ἀναλθές.
-ον incurable Hsch.s.u. ἀναλθές.
[Seite 265] unheilbar, Hesych., = ἀναλθής.
ἀνῠγίαστος: -ον, ἀνίατος, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀναλθές.