ἀνωνυμία

English (LSJ)

ἡ, namelessness, Arat.146.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
carencia de nombre de las estrellas situadas junto a la Osa Mayor, Arat.146, de la materia, Alex.Aphr.in Metaph.493.30.

German (Pape)

[Seite 268] ἡ, Namenlosigkeit, Arat. 146.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωνῠμία: ἡ. τὸ μὴ ἔχειν ὄνομα Ἄρατ. 146.

Greek Monolingual

η (Α ἀνωνυμία)
ανυπαρξία ονόματος
νεοελλ.
απόκρυψη ονόματος.