ανυπαρξία

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνυπαρξία)
το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι.