ἀνύστακτος

German (Pape)

[Seite 267] ohne zu schlafen, Eudoc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύστακτος: -ον, ὁ μὴ νυστάζων, ἄγρυπνος, ὁ τούτου ἀνύστακτος ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ.

Spanish (DGE)

-ον
1 vigilante ὀφθαλμός Gr.Nyss.M.46.829D, ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσε Rom.Mel.52.ιδʹ.5.
2 adv. -ως de manera vigilante Gr.Nyss.Eun.1.29.15, Procl.CP Arm.11.

Greek Monolingual

-η, -ο κ. -χτος, -η, -ο (Μ ἀνύστακτος, -ον)
αυτός που δεν νυστάζει, ο άγρυπνος.