ἀνύψωμα

German (Pape)

[Seite 267] τό, Erhöhung, Aesop.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
exhaussement, élévation.
Étymologie: ἀνυψόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύψωμα: -ατος, τό, ὕψωμαἀνύψωσις τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.

Greek Monolingual

ἀνύψωμα, το (Μ)
ανύψωση.