ὕψωμα
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ὑψώματος, τό,
A elevation, height, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ps.-Phoc.73; ὕψωμα τοῦ ἀέρος Ph.2.408; τὸ ὕψωμα τῆς ῥινός the bridge of the nose, Gal.18(1).796,806.
2 Astrol., exaltation of a heavenly body, opp. ταπείνωμα, Plu.2.149a, 782d, S.E.M.5.33, Ptol.Tetr. 37.
II metaph., exaltation, Vett.Val.92.29.
French (Bailly abrégé)
ὑψώματος (τό) :
position élevée ; ὕψωμα μέγιστον PLUT point culminant.
Étymologie: ὑψόω.
German (Pape)
ὑψώματος, τό, das Erhöhte, die Erhöhung, der hohe Stand der Gestirne, im Gegensatz von ταπείνωμα, Plut. sap. sept. conv. 3 M.
Russian (Dvoretsky)
ὕψωμα: ὑψώματος τό
1 высота, вышина (οὔτε ὕ., οὔτε βάθος NT);
2 астр. восхождение (sc. τοῦ ἀστέρος Sext.): ὕψωμα μέγιστον Plut. кульминационная точка;
3 превозношение (себя), высокомерие NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) ὕψωμα ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ταπείνωμα, Πλούτ. 2. 149Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., ἔπαρσις, τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον ὕψωμα Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler.
English (Strong)
from ὑψόω; an elevated place or thing, i.e. (abstractly) altitude, or (by implication) a barrier (figuratively): height, high thing.
English (Thayer)
ὑψωματος, τό (ὑψόω), thing elevated, height: properly, of space, opposed to βάθος, τοῦ ἀέρος, Philo de praem. et poen. § 1; ὅταν ὕψωμα λάβῃ μέγιστον ὁ ἥλιος, Plutarch, mor., p. 782d.); specifically, elevated structure, i. e. barrier, rampart, bulwark: Sept. (in Numbers 18:24 ff).
Greek Monolingual
ὑψώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ ὑψῶ / υψώνω
υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)
νεοελλ.
1. ύψωση, ανύψωση
2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην προσκομιδή, το οποίο δίνεται συνήθως ως αντίδωρο
3. φρ. «ύψωμα διαλογής» — τμήμα τών σιδηροδρομικών σταθμών σχηματισμού αμαξοστοιχιών
αρχ.
1. αστρον. η υψηλή στάση ενός αστέρα στον ορίζοντα («ὅταν ὕψωμα λάβῃ μέγιστον ὁ ἥλιος», Πλούτ.)
2. έπαρση, αλαζονεία.
Chinese
原文音譯:Ûywma 虛普所馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:高處 相當於: (רָמַם)
字義溯源:高處,高的事,高障,保壘,障礙,升高;源自(ὑψόω)=升高),而 (ὑψόω)出自(ὕψος)=高超), (ὕψος)又出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 高障(1) 林後10:5;
2) 高處的(1) 羅8:39
Translations
height
Albanian: lartësi; Amharic: ከፍታ; Arabic: اِرْتِفَاع; Egyptian Arabic: ارتفاع; Armenian: բարձրություն; Azerbaijani: ucalıq, hündürlük, yüksəklik; Bashkir: бейеклек; Belarusian: вышыня, высачыня; Bengali: উচ্চতা; Bulgarian: височина; Burmese: အမြင့်, စောက်; Catalan: altura; Cherokee: ᎢᎦᏘ; Chinese Mandarin: 高低, 高度; Czech: výška; Danish: højde; Dutch: hoogte; Esperanto: alteco, alto; Estonian: kõrgus; Ewe: kɔkɔme; Finnish: korkeus; French: hauteur; Friulian: altece; Galician: altura; Georgian: სიმაღლე; German: Höhe; Alemannic German: Hööchi; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌴𐌹, 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌹𐌸𐌰; Greek: ύψος; Ancient Greek: αἶπος, ἄκρον, ἔξαρσις, ἔπαρμα, ὕψος, ὕψωμα; Gujarati: ઊંચાઈ; Haitian Creole: wotè; Hebrew: רָמָה; Hindi: ऊंचाई; Hungarian: magasság; Icelandic: hæð; Italian: altezza; Japanese: 高さ, 高度; Kazakh: биіктік; Khmer: កំពស់; Korean: 높이, 고도; Kurdish Central Kurdish: بەرزی; Kyrgyz: бийиктик; Ladino: בוֹיי; Lao: ຄວາມສຸງ; Latgalian: augstums; Latin: altitudo, proceritas; Latvian: augstums; Lithuanian: aukštis, aukštumas; Luxembourgish: Héicht; Macedonian: висина, височина; Malay: ketinggian; Malayalam: ഉയരം; Maori: tiketike; Maranao: tas; Mauritian Creole: oter; Mongolian: өндөр; Norman: haûteu; Norwegian Bokmål: høyde; Oromo: hojjaa; Persian: بلندی, ارتفاع; Polish: wysokość; Portuguese: altura; Romanian: înălţime; Russian: высота, вышина; Sanskrit: ऊर्ध्व; Serbo-Croatian Cyrillic: висина; Roman: visina; Skolt Sami: õllivuõtt; Slovak: výška; Slovene: višina; Somali: kor, sare; Spanish: altura; Swedish: höjd, längd; Tagalog: taas; Tajik: баландӣ; Tausug: tas; Telugu: పొడుగు; Thai: ความสูง, ส่วนสูง; Turkish: yükseklik; Turkmen: beýiklik; Ukrainian: висота, височина, високість, височі́нь, вишина; Urdu: اونچائی; Uyghur: ئېگىزلىك; Uzbek: balandlik, yuksaklik; Venetian: altézsa; Vietnamese: độ cao, cao; Welsh: uchder; Yiddish: הייך; Zulu: ubude