ἀξιέντρεπτος

German (Pape)

[Seite 269] beherzigenswert, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιέντρεπτος: -ον, (ἐντρέπομαι) ὁ ἄξιος σεβασμοῦ, ἀξιοσέβαστος, Κλήμ. Ἀλ. 997.

Spanish (DGE)

-ον
digno de respeto de los creyentes, Clem.Al.Ecl.28.3.

Greek Monolingual

ἀξιέντρεπτος, -ον (Α)
άξιος σεβασμού, αξιοσέβαστος.