ἀξιαφήγητος

English (LSJ)

Ion. ἀξιαπήγητος, ον, worth telling, Hdt.1.16,177 (Sup.), J.AJ15.11.5 (Sup.), Arr.An.1 Praef.1 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [sup. jón. ἀξιαπηγητότατος Hdt.1.16, 177]
digno de contarse, digno de mención ἔργα Hdt.1.16, cf. 177, Hp.Cord.10, I.AI 15.412, D.C.48.50.4, Arr.An.1.praef.1.

German (Pape)

[Seite 269] erzählenswert, Arr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être exposé ou digne d'être raconté.
Étymologie: ἄξιος, ἀφηγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιαφήγητος: Ἰων. ἀξιαπήγητος, ον, ὁ ἄξιος ἀφηγήσεως, Ἡρόδ. 1. 16, 177 κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

ἀξιαφήγητος: Ιων. ἀξι-απήγ-, -ον (ἀφηγέομαι), ο άξιος αφηγήσεως, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀφηγέομαι
worth telling, Hdt.