ἀξιοδάκρυτος

English (LSJ)

ἀξιοδάκρυτον, worthy of tears, Sch.E.Med.1221.

Spanish (DGE)

-ον digno de lágrimas Sch.E.Med.1221.

German (Pape)

[Seite 269] beweinenswert, Schol. Eur. Med. 1221.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοδάκρῡτος: -ον, ὁ ἄξιος δακρύων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1221.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιοδάκρυτος, -ον)
άξιος δακρύων, άξιος για κλάματα, αξιολύπητος.