ἀξιομάθητος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, worth being learnt, Iamb.VP3.14.

Spanish (DGE)

-ον
digno de saberse (νόμων) θείων δὲ καὶ αἰωνίων παντὸς πάντη ἀξιομαθητοτέρων εἶναι νομιζομένων X.Ep.7, cf. Iambl.VP 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιομάθητος: [ᾰ], -ον, ὁ ἄξιος νὰ τὸν μάθῃ τις, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 38.

German (Pape)

lernenswert, Iambl.