ἀξιοπραγία
German (Pape)
[Seite 270] ἡ, würdiges Thun, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοπρᾱγία: ἡ, ἀξία ἐπαίνου πρᾶξις, καλὴ διαγωγή, Κλήμ. Ἀλ. 226.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
conducta digna ἐγκατεσπάρθω παρ' ὅλον τὸν βίον ἀξιοπραγία Clem.Al.Paed.2.10.93.
Greek Monolingual
ἀξιοπραγία, η (Α)
αξιέπαινη πράξη, καλή διαγωγή.