ἀοχλησία

English (LSJ)

ἡ, freedom from disturbance, τοῦ σώματος Epicur.Ep.3p.62U.; ψυχῆς S.E.P.1.10, cf. Posidon.Stoic.3.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sosiego, tranquilidad τοῦ σώματος Epicur.Ep.[4] 127, ψυχῆς S.E.P.1.10, cf. Posidon.187.29, Hieronym.Phil.12.4, D.L.2.87.

German (Pape)

[Seite 273] ἡ, = ἀνοχλησία, Ungestörtheit, Ruhe, Diog. L. 2, 8. 10, 127; vgl. Senec. ep. 92.

Russian (Dvoretsky)

ἀοχλησία:
1 безупречное состояние (τοῦ σώματος Epicur. ap. Diog. L.);
2 невозмутимость, безмятежность (τῆς ψυχῆς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοχλησία: ἡ, τὸ ἀνενόχλητον, τοῦ σώματος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ.10.127.

Greek Monolingual

ἀοχλησία, η (Α)
έλλειψη ενόχλησης.