ἀοῖος

English (LSJ)

Doric for ἠοῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοῖος: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἠοῖος = ἑῷος, Ἀοῖον αὐτὸν πάντες ἐκάλουν ἀστέρα Ἀριστοφ. Εἰρ. 837. - «ἀοῖα· δένδρα κοπτόμενα καὶ ἀνατιθέμενα τῇ Ἀφροδίτῃ, ὡς ἱστορεῖ Νάσσανδρος [Νικ.;], πρὸς ταῖς εἰσόδοις» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

ἀοῖος: ион. Arph. = ἠοῖος.

German (Pape)

dor. = ἠοῖος.