ἑῷος
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
α, ον, A.Pr.25, etc.; also ος, ον E.Ph.169 (lyr.), D.H.1.12, dub. in Gem.Calend.p.220 M.: poet. ἑώϊος, Ion. and in Hom. ἠοῖος (qq.v.): (ἕως (A)):—
A in the morning or of the morning, πάχνην ἑ. ἥλιος σκεδᾷ = the morning rime, A. l. c.; ἑ. φθέγματ' ὀρνίθων S.El.18, etc.; ἑῷος ἀστήρ = Ἑωσφόρος, E.Fr.929, cf. Pl.Epigr.15; οὔθ' ἕσπερος οὔθ' ἑ. οὕτω θαυμαστός Arist.EN1129b28; ἑῷος ἐξαναστῆναι = to get up early, E.El.786.
2 eastern, τεῖχος X.HG4.4.9; τὰ ἑῷα = eastern parts, Luc.Cont.5; ἐξ ἑῴας (sc. χώρας) Arist.Pr.946b14; κατὰ τὰς ἑῴας Id.Mu.394a11 (perhaps in the morning).
b ἑῴα, ἡ, = Oriens, the Eastern provinces of the Roman Empire, ὁ τὴν ἑῴαν ἐπιτροπεύων Philostr.VS2.1.13; ἀρχὸς ἑῴας, = Lat. magister militum per Orientem, IG14.1073; ὕπαρχος ἑῴας, = Lat. praefectus praetorio Orientis, AP9.690 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1134] α, ον, auch 2 Endgn (vgl. das ion. ἠοῖος u. ἑώιος), am Morgen, morgendlich; πάχνην θ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ, den Morgenthau, Aesch. Prom. 25; φθέγματ' ὀρνίθων Soph. El. 18; ἑῴοις βολαῖς ἁλίου Eur. Phoen. 169; auch ἑῷοι ἐξαναστάντες λέχους, El. 786; ἀστήρ, der Morgenstern, Plat. Ep. 21 (VII, 670). – Gegen Osten gelegen, östlich, τεῖχος Xen. Hell. 4, 4, 9; D. Per. 893; κατὰ τὰς ἑῴας, sc. χώρας, Arist. de mund. 4; τὰ ἑῷα, das Morgenland, Luc. Charon 5; auch ἡ ἑῴα, der Orient, Ael. H. A. 17, 19.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de l'aurore, du matin;
2 du levant, oriental ; τὰ ἑῷα LUC les contrées de l'orient.
Étymologie: ἕως¹.
Russian (Dvoretsky)
ἑῷος: и Eur. 2, эп.-ион. ἠοῖος, Anth. ἑώϊος
1 предрассветный, ранний, утренний (πάχνην ἑῷαν ἥλιος σκεδᾷ Aesch.; φθέγματα ὀρνίθων Soph.; ἀστήρ Eur., Plat.; αὖραι Arst.): ἑ. ἐξαναστῆναι Eur. встать рано утром;
2 лежащий на востоке, восточный: πρὸς τῷ ἑῴῳ τείχει Xen. у восточной стены - см. тж. ἑῷα и ἑῴα.
Greek (Liddell-Scott)
ἑῷος: -α, -ον, Αἰσχύλ. Πρ. 25, κτλ.· ὡσαύτως, ος, ον, ἑῷοις ὅμοια φλεγέθων βολαῖς ἁλίου Εὐρ. Φοίν. 169· ποιητ. ἑώϊος. Ἰωνικ. καὶ παρ’ Ὁμ. ἠοῖος. ὃ ἴδε: (ἕως). Ὁ κατὰ πρωΐαν γινόμενος, πρωϊνός, πάχνην θ’ ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς ἡμὶν ἤδη λαμπρὸν ἡλίου σέλας ἑῷα κινεῖ φθέγματ’ ὀρνίθων σαφῆ Σοφοκλ. Ἠλέκτρ. 18. κτλ.: ― ἑῷος ἀστὴρ = Ἑωσφόρος, Εὐρ. Ἀποσπ. 999· οὔθ’ Ἕσπερος οὔθ’ Ἑῷος οὕτω θαυμαστὸς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 15· ἑῷος ἐξαναστῆναι, ἐγερθῆναι ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, Εὐρ. Ἠλ. 786. 2) ἀνατολικός, Λατ. Eöus, εὑρόντες τεταγμένους… Κορινθίων τοὺς φυγάδας ὡς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν πρὸς τῷ ἑῴῳ τείχει Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9· τὰ ἑῷα, τὰ ἀνατολικὰ μέρη, Λουκ. Χάρων 5· ἐξ ἑῴας (δηλ. χώρας) Ἀριστ. Προβλ. 26. 54, 4· κατὰ τὰς ἑῴας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4, 1.
Greek Monolingual
ἐῷος, -α, -ον και ἑώϊος, -ον και ιων. και ομηρ. τ. ἠοῖος, -ον (Α) [ἕως ΙΙ]
1. αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός, ο εωθινός
2. αυτός που κείται προς την ανατολή, ο ανατολικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑῴα
η Ανατολή, οι χώρες της Ανατολής ως επαρχίες του Ρωμαϊκού κράτους
4. (ως επιρρ. κατηγ.) πρωί-πρωί, τα χαράματα («ἑῷοι ἐξαναστάντες» — αφού σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, Ευρ.)
5. φρ. α) «ἑῷος ἀστήρ» — το αστέρι Εωσφόρος, ο Αυγερινός
β) «τὰ ἑῷα» — τα ανατολικά μέρη
γ) «ἐξ ἑῴας (χώρας)» — από την Ανατολή
δ) «κατὰ τὰς ἑῴας» — τις πρωινές ώρες, το πρωί.
Greek Monotonic
ἑῷος: -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. ἑώϊος, Ιων. ἠοῖος (ἕως),·
1. αυτός που γίνεται το πρωί, πρωινός, πάχνη ἑώᾳ, η πρωινή πάχνη, σε Αισχύλ.· ἑῷος ἐξαναστῆναι, σηκώνομαι νωρίς το πρωί, σε Ευρ.
2. ανατολικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑῷος, η, ον [ἕως]
1. in or of the morning, at morn, early, πάχνη ἑῴα the morning rime, Aesch.; ἑῷος ἐξαναστῆναι to get up early, Eur.
2. eastern, Xen.