ἀπένεικα

English (LSJ)

ἀπενείχθην, v. ἀποφέρω.

Spanish (DGE)

v. ἀποφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπένεικα: (= ἀπήνεγκα) эп. aor. 1 к ἀποφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπένεικα: ἀπενείχθην, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀποφέρω.

Greek Monotonic

ἀπένεικα: Ιων. αντί ἀπ-ήνεγκα, αόρ. αʹ του ἀποφέρω· ἀπ-ενείχθην, Παθ. αόρ.