ἀπένθητος
English (LSJ)
ἀπένθητον, = ἀπενθής (free from grief), A. Ag. 895, Eu. 912. Pass., unlamented, LXX 2 Ma. 5.10, Epigr.Gr. 436 (Berytus).
Spanish (DGE)
-ον
1 que no sufre, libre de dolor ἀπενθήτῳ φρενί A.A.895, γένος A.Eu.912, ἀπενθή[τους] ... τὰς τοῦ βίου διορθωσίας Philipp.Perg.1, πρόσωπον Nonn.D.46.269, Διώνυσος Nonn.D.21.194, cf. B.Fr.65(a).5
•que nunca ha sufrido τριῶν ἀπενθήτων ὀνόματα Iul.Ep.201.413b.
2 no llorado, no lamentado ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας ἀπένθητος ἐγενήθη LXX 2Ma.5.10, τέκνα ἀ. GVI 1412 (Berito II/III d.C.), γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισιν prov. ref. a los que mueren de viejos, Zen.2.97, Diogenian.1.4.11.
German (Pape)
[Seite 286] 1) nicht betrauert. Sp. – 2) nicht trauernd, φρήν Aesch. Ag. 869; Eum. 900; Nonn.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne s'afflige pas.
Étymologie: ἀ, πενθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπένθητος: Aesch. = ἀπενθής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπένθητος: -ον, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 895, Εὐμ. 912. 2) παθ. ὁ μὴ θρηνηθείς, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, ε΄, 10), Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 436.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπένθητος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν πένθησαν, δεν θρήνησαν
αρχ.
ο απενθής.
Greek Monotonic
ἀπένθητος: -ον (πενθέω), = το προηγ., σε Αισχύλ.