ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
ἀπενθής (-ούς), -ές (Α)1. αυτός που δεν έχει πένθος ή θλίψη2. ο απένθητος, εκείνος για τον οποίο δεν πένθησαν.