ἀπίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄπιον, pear, Sch.Od.7.115 codd., Alex. Trall. Febr.3.
Spanish (DGE)
-ου, τό perita Sch.Od.7.115 (cód.), Alex.Trall.1.335.18.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπίδιον: τό, ὑποκορ. μὲν τοῦ ἄπιον, ἀλλὰ μὴ ἐμφαῖνον ὑποκορισμόν τινα· «ὄγχναι λέγονται… καὶ τὰ ἀπίδια τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια» Σχόλ. ἐν Ὅμ. Ὀδ. Η. 115.