ἀπίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄπιον, pear, Sch.Od.7.115 codd., Alex. Trall. Febr.3.

Spanish (DGE)

-ου, τό perita Sch.Od.7.115 (cód.), Alex.Trall.1.335.18.

German (Pape)

[Seite 291] τό, dim. zu ἄπιον, Birne, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπίδιον: τό, ὑποκορ. μὲν τοῦ ἄπιον, ἀλλὰ μὴ ἐμφαῖνον ὑποκορισμόν τινα· «ὄγχναι λέγονται… καὶ τὰ ἀπίδια τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια» Σχόλ. ἐν Ὅμ. Ὀδ. Η. 115.