-εως, ἡ, = ἀπαιόλημα, Hsch.
-εως, ἡ privación o retraso μισθοῦ Hsch.
[Seite 275] ἡ, der Betrug, Hesych.
ἀπαιόλησις (-σεως), η (Α)η απαιόλη.