τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
ἀπαιόλη, η (Α) απαιολώ1. απώλεια, στέρηση με τρόπο απατηλό2. η απάτη προσωποποιημένη.