απαιόλη

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

ἀπαιόλη, η (Α) απαιολώ
1. απώλεια, στέρηση με τρόπο απατηλό
2. η απάτη προσωποποιημένη.