ἀπαμέλγω

English (LSJ)

suck out milk from the breast, Sor.1.105.

Spanish (DGE)

mamar Sor.79.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμέλγω: βυζάνω, ἕλκω, ῥοφῶ γάλα ἐκ του μαστοῦ, ἡ τροφὸς ἀπαμελξάτω τὸ παρακείμενον τοῖς μαστοῖς γάλα Ἰατρ.