ἀπανθρακίζω

English (LSJ)

broil on the coals, roast, βοῦν ἀπηνθράκιζ' ὅλον Ar. Ra.506, cf. Av.1546, Ph.1.665, Philostr.VA5.25.

Spanish (DGE)

(ἀπανθρᾰκίζω)
asar a la brasa βοῦν Ar.Ra.506, cf. Philostr.VA 5.25
abs. Ar.Au.1546, Ph.1.665, Hdn.Philet.68.

German (Pape)

[Seite 278] auf Kohlen rösten, braten, Ar. Ran. 507 Av. 1546; nach Suid. auch Geröstetes essen.

French (Bailly abrégé)

faire rôtir ou faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανθρᾰκίζω: жарить или печь на углях (βοῦν ὅλον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθρακίζω: ὀπτῶ τι (κοιν. ψήνω) ἐπὶ τῶν ἀνθράκων, βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον Ἀριστοφ. Βάτρ. 506, πρβλ. Ὄρν. 1546, Φίλων 1. 665: ἀπανθράκισμα, τό, τὸ ἐπὶ ἀνθράκων ὀπτηθέν, Ἡσύχ. ἐν λ. χναύματα.

Greek Monolingual

ἀπανθρακίζω (Α)
ψήνω πάνω στα κάρβουνα.

Greek Monotonic

ἀπανθρᾰκίζω: μέλ. -σω, ψήνω στα κάρβουνα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to broil on the coals, Ar.