ἀπαράφθορος

English (LSJ)

ἀπαράφθορον, free from damage, ἔργον IG12(3).326 (Thera).

Spanish (DGE)

-ον
libre de daño, en buen estado ἔργον ... ἀ. ... διαφυλάσσων IG 12(3).326.11 (Tera)
fig. incorrupto, inviolado ἀ. ... τηρήσας τὴν πίστιν Cyr.Al.M.71.289A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράφθορος: -ον, ἄφθαρτος, ἀδιάφθορος, Κύριλλ. Ἀλ. 334Β.