ἄφθαρτος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἄφθαρτον,
A uncorrupted, undecaying, Ph.Bel.67.37.
II incorruptible, Epicur. Ep.1p.29U., al., Phld.D.3Fr.88b, al., Diog.Oen.63, al.
2 eternal, Arist.AP0.85b18, Cael.270a21; immortal, πνεῦμα LXX Wi.12.1; τὸ πᾶν Ocell.1.10, D.S.1.6; ψυχαί D.H.8.62; θεός Ep.Rom.1.23; γένος Ph.1.689; οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄ. 1 Ep.Cor.15.52; of poems, Μοῦσαι Epigr.Gr.226.5 (Teos). Adv. ἀφθάρτως, τιμᾶν ib.919.10 (Lycia).
Spanish (DGE)
-ον
I 1incorrupto, íntegro, intacto τὰ τῶν τόνων μηρύματα ... ὄντα ἄφθαρτα καὶ ἀσινῆ Ph.Bel.67.37, cf. 96.51, Clem.Al.Strom.6.15.121, Iust.Phil.Dial.46.7, ἀπὸ ἀφθάρτου παρθένου de la Virgen, Leo Mag.Ep.2.1.1 (p.42).
2 inalterado Ἑλληνικά 7.1934.179 (Cálcide).
II incorruptible, eterno, inmortal εἴδωλα op. δύσφθαρτα Democr.B 166, φύσις Epicur.Ep.[2] 78, cf. Diog.Oen.122.4.5, τὸ δ' ἰσχῦον καὶ ἀήττητόν τε καὶ ἄφθαρτον Phld.D.3.fr.88b.6, τὸ πᾶν Arist.Cael.270a21, cf. APo.85b17, Ocell.12, τὰς ἀρχὰς ... ἀγενήτους καὶ ἀφθάρτους Chrysipp.Stoic.2.111, ὁ κόσμος D.S.1.6, cf. Ocell.13, 17, ψυχαί D.H.8.62, cf. Diog.Oen.43.5, Porph.Sent.17, πῦρ Diog.Oen.5.3.11, ἀνθρωπότητι μὲν θνητοῦ γένους, ἀρετῇ δὲ ἀφθάρτου Ph.1.689, πνεῦμα LXX Sap.12.1, θεός Ep.Rom.1.23, cf. Iust.Phil.Dial.5.4, οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι 1Ep.Cor.15.52, de los dioses μακάριοι καὶ ἄφθαρτοι Luc.ITr.20, Φαβωνία πρύτανις ... εὐχαριστῶ Ἑστίᾳ βουλαίᾳ καὶ ... Πυρὶ ἀφθάρτῳ IEphesos 1060.3, 1067.2, 1070 (III d.C.), Μοῦσαι GVI 967.5 (Teos III/IV d.C.)
•inagotable, eterno πηγαί Arsameia 15 (I a.C.)
•neutr. subst. τὸ ἄφθαρτον incorruptibilidad ἐγγὺς γὰρ τοῦ θείου τὸ ἄφθαρτον Ach.Tat.2.37.1, εἰ καὶ κατ' οὐσίαν τὸ ἄφθαρτον ... ἔχουσιν Plu.2.419a, τῷ δὲ ἀγενήτῳ ἀκολουθεῖν πάντως καὶ τὸ ἄφθαρτον Hippol.Haer.1.19.4, de las Sagradas Escrituras, Dion.Ar.DN M.3.937C, cf. Plot.2.1.2.
III adv. -ως eternamente οἱ θεῖοι βασιλεῖς τοῖς ἔργοισι χαίροντες εἵνεκ' ἀμοιβῆς ὑπατία στέψαντο ἀφθάρτω (sic) TAM 2.186b.6 (Sídima IV d.C.), cf. Porph.Sent.24, Tz.H.7.797
•sin sufrir corrupción de Cristo ἀλλὰ φύσιν ἥρμοσεν ἀφθάρτως τῇ ἑαυτοῦ ὑποστάσει Anast.Ant.Fr.M.89.1281D, λέγεις ... ὅτι ἀφθάρτως ἐγέννησεν ἡ Μαρία τὸν Ἰησοῦν ...; A.Phil.77 (p.30.14).
German (Pape)
[Seite 410] unvergänglich, ewig, θεός Plut. adv. St. 31, oft, wie Luc. u. a. Sp.; – unverdorben. Plut. Num. 9 D. Sic. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
NT: impérissable ; immortel.
Étymologie: ἀ, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄφθαρτος: неуничтожаемый, непреходящий, бессмертный Arst., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθαρτος: -ον, ὁ μὴ φθαρείς, Matt. Vett. 67D. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς φθοράν, ὁ μὴ φθειρόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 22, 3, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 24, 5, κ. ἀλλ. 2) ἀθάνατος, Διον. Ἁλ. 8. 62, κτλ.· ἐπὶ ποιημάτων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 226. 5· οὕτως, ἐπίρρ., ἀφθάρτως τιμᾶν αὐτόθι 919. 10.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of φθείρω; undecaying (in essence or continuance): not (in-, un-)corruptible, immortal.
English (Thayer)
(ἀφθορία) ἀφθοριας, ἡ (ἄφθορος uncorrupted, from φθείρω), uncorruptness: L T Tr WH; see ἀδιαφθορία.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφθαρτος, -ον) φθαρτός
αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά
2. ακατάλυτος, αθάνατος, αιώνιος.
Greek Monotonic
ἄφθαρτος: -ον (φθείρω), αδιάφθορος, μη φθειρόμενος, σε Αριστ. κ.λπ.
Middle Liddell
φθείρω
uncorrupted, incorruptible, Arist., etc.
Chinese
原文音譯:¥fqartoj 阿-弗他而拖士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:不-(會)敗壞(的)
字義溯源:不朽壞的,不能壞的,不能朽壞的,不滅沒的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φθείρω)*=毀壞)組成
出現次數:總共(7);羅(1);林前(2);提前(1);彼前(3)
譯字彙編:
1) 不能朽壞(2) 提前1:17; 彼前1:4;
2) 不朽壞(2) 林前15:52; 彼前3:4;
3) 不能壞的(2) 林前9:25; 彼前1:23;
4) 不能朽壞之(1) 羅1:23
Léxico de magia
-ον 1 incorruptible, inmortal de un ser superior σὺ μέγας, ἄφθαρτος, πυρίπνους tú, grande, incorruptible, que respiras fuego P VII 831 de la Virgen María Θεότοκε, ἄφθαρτε ... μήτηρ Χριστοῦ madre de Dios, incorruptible madre de Cristo C 15b 8 2 incorrupto, puro de un joven δεῖγμ' ἀνθεὶς δὲ ἀφθάρτῳ κούρῳ μαντοσύνην <τὴν σὴν> ἔκπεμψον ἀληθῆ muestra un signo a un joven puro y envíale tu verdadera adivinación P VII 679
Translations
immortal
Arabic: خَالِد; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяротны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἄβροτος, ἀειγενέτης, ἀείζων, ἀείζωος, ἀείζως, ἀειθαλής, ἀθάνατος, ἀθανής, αἰειγενέτης, αἰειγενής, αἰωνόβιος, ἀμβρόσιος, ἄμβροτος, ἄπθιτος, ἄφθαρτος, ἄφθιτος, δαρόβιος, δηρόβιος, δολιχαίων, μακραίων; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс, өлүмсүз; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: oṅkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсмертний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử