ἀπαρασημείωτος

English (LSJ)

ἀπαρασημείωτον, = ἀπαρασήμαντος (unnoticed), Dsc. Prooem. 1.

Spanish (DGE)

-ον
no señalado, olvidado τινας βοτάνας ἀ. εἴασαν Dsc.proem.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρασημείωτος: -ον, = τῷ προηγ., Διοσκ. Προοιμ.

German (Pape)

nicht bezeichnet, ohne Anmerkung, Diosc.